προικός

προικός
προίξ, προικός
Grammatical information: f.
Meaning: `gift, present' (ν 15, ρ 413 [gen.]; cf. below), `dowry' (Att. [Sommer Nominalkomp. 94], also late pap. as archaising expression of the juridical language [Chantraine Mél. Maspero 2, 222 f.]); acc. προῖκα as adv. `gratuitous, for free' (Att.; thus prob. the gen. προικός ν 15).
Compounds: ἄ-προικος `without dowry' (Att.; Sommer l.c.).
Derivatives: Dimin. προικ-ίδιον n. (Plu.); adj. -ίδιος `forming a gift' (Ph.), -ιμαῖος `id.' (pap. VIp), `gratuitous' (D. C.), -ιος `gratuitous' (AP); verb -ίζω 'to provide with a dowry' (D. S., Ph. a.o.). -- Besides προ-ΐκτης m. `beggar' (ρ 352 u. 449), -ΐσσομαι `to ask, beg for a gift' (Archil. 130). Here also the fut. κατα-προΐξομαι in οὐ καταπροΐξεται `he shall not get away for free, remain unpunished' etc. (IA. com.).
Origin: IE [Indo-European] [893] *seiHk- `stretch forth the hand'
Etymology: Archaic word that died away soon, in late lit. partly revivified. -- Formation like ἄμ-πυξ, ἄν-τυξ, πρόσ-φυξ a.o., so prop. πρό-ϊξ (πρόϊκα with dieresis Ion. after EM 495, 33), from a verb with prefix, which is also the basis of προΐκ-της; the yot-present προ-ΐσσομαι can be either primary or a denominative of προίξ. -- Prop. *stretching forth (of the hand), presentation", to Lith. síekiu, síekti a.o. `stretch forth (the hand), reach'; προΐκ-της prop. `who stretches forth the hand'; cf. προτείνω χεῖρα καὶ προΐσσομαι (Archil. 130). -- Further s. ἵκω; diff. Jacobsohn Gnomon 2, 385 (προίξ prop. *"what is wanted, implored"; cf. on ἴκμενος).
Page in Frisk: 2,598-599

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προικός — Α (κατά τον Ησύχ.) α) «πονηρός, οἱ δὲ μωρός» β) «πτωχός». [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. προίκα] …   Dictionary of Greek

  • προικός — προίξ gift fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύπροικη — η / πολύπροικος, ον, ΝΜΑ (για γυναίκα) αυτή που έχει πολλή προίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + προικος (< προίξ, προικός), πρβλ. ά προικος, επί προικος] …   Dictionary of Greek

  • ισόπροικος — ἰσόπροικος, ον (Α) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόπροικον γαμήλιο δώρο τού γαμπρού προς τη νύφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + προικος (< προιξ, κός), πρβλ. ά προικος, πολύ προικος] …   Dictionary of Greek

  • Требующий месячного срока —    • Έμμηνοι δίκαι          были в Афинах такие процессы, в коих решение должно было последовать не далее месяца по вручении обвинения. Сюда принадлежат δίκαι εμπορικαί, ερανικαί, μεταλλικαί, προικός и некоторые др. Demosth. Apatur. 23. Halonn …   Реальный словарь классических древностей

  • DOS — illud proprie, quod matitus cum uxore accipit. Doarium vero Dotarium, Dotalitium, etc. quod, in remunerationem dotis, reportat uxor. Prius Graeci φερνην` et προῖκα, posterius ἀντιφέρναν et ἕδνον item ὐπόβολον nuncupant, quod romani, uxoribus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ανά — πρόθ. (Α ἀνά) (με αιτ.) 1. (για τόπο) καθ’ όλη την έκταση, απ’ άκρη σ’ άκρη «η είδηση διαδόθηκε γρήγορα ανά την πόλη» «ἀνά πᾱσαν τήν Μηδικήν» (Ηρόδ. 1, 96) 2. (για χρόνο) «κατά τη διάρκεια, καθ’ όλη τη διάρκεια «ανά τους αιώνες» «ἀνά τόν πόλεμον» …   Dictionary of Greek

  • αντίπροικα — ἀντίπροικα επίρρ. (Α) σχεδόν δωρεάν, πολύ φθηνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + επίρρ. προίκα, αιτ. του ουσ. προιξ, προικός «δωρεάν»] …   Dictionary of Greek

  • απανωπροίκι — κ. πάνω , το 1. πρόσθετο ποσό χρημάτων (η «ειδών προικός») που δίνεται στον γαμπρό επιπλέον όσων είχαν συμφωνηθεί αρχικά («Χρόνους της γράφουν τα προικιά, χρόνους τ απανοπροίκια») 2. ποσό που δίνεται στον γαμπρό για μειονέκτημα που ανακάλυψε στη… …   Dictionary of Greek

  • γιούκος — και γοίκος, ο και γιούκι, το 1. στοίβα από στρώματα, κλινοσκεπάσματα, χράμια, κουβέρτες, παπλώματα κ.λπ. 2. στοίβα από είδη προικός 3. το βαθύ ανοιχτό ντουλάπι τού τοίχου για την τοποθέτηση τού γιούκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. oyuk] …   Dictionary of Greek

  • επαγωγέας — ο (Α ἐπαγωγεύς) νεοελλ. σύστημα που χρησιμεύει για την παραγωγή μαγνητικού πεδίου σε μηχανές παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος βλ. επάγον αρχ. 1. στρώμα πηλού πάνω σε τοίχο 2. στον πληθ. αυτοί που εισάγουν τις μηνιαίες δίκες («οἱ τάς ἐμμήνους δίκας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”